- κατάχρεος
- -η, -ο (Α κατάχρεος, -ον και κατάχρεως, -ων)αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.)αρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το κατάχρεατα οφειλόμενα, τα χρέη2. φρ. α) μτφ. «κατάχρεως ἁμαρτίας» — βουτηγμένος στην αμαρτία (ΠΔ)β) «κατάχρεον κεφάλαιον» — το δανεισμένο κεφάλαιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -χρεως (< χρέος), πρβλ. υπέρ-χρεως, υπό-χρεως].
Dictionary of Greek. 2013.